ἔχανον

ἔχανον
χάσκω
yawn
aor ind act 3rd pl
χάσκω
yawn
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αειχανής — ἀειχανής, ές (Μ) αυτός που πάντοτε χάσκει, που παραμένει πάντα ανοιχτός (για τους βυθούς τής αβύσσου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χανὴς < χάνος, το (= ανοικτό στόμα, άνοιγμα) ή από το ἔχανον, αόρ. β τού χάσκω] …   Dictionary of Greek

  • ακροχανής — ἀκροχανής ( οῡς), ὲς (Α) αυτός που χάσκει, που έχει ορθάνοιχτο το άκρο, το κεφάλι «ἀκροχανές... δέρμα λέοντος» (Ανθ. Παλ. 6, 57). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χανὴς < ἔχανον, < χαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αρτιχανής — ἀρτιχανής, ές (Α) αυτός που άνοιξε τώρα μόλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + χανής < χαν , έχανον (αόρ. β του χαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ĝhan- —     ĝhan     English meaning: to yawn     Deutsche Übersetzung: “gähnen, klaffen”     Material: Gk. Hom. ἔχανον Aor. (lit. Imperf. to *χα νᾱ μι, *χά νω), κέχηνα perf. (Dor. κεχά̄ναντι) “ yawn, klaffen” (thereafter Lateeres present χαίνω), τὸ… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”